- θήραιον
- θήραιον και κατά τον Ευστ. θηραῑον, τὸ (Α)το θηραϊκόν, φόρεμα που φορούσαν στα σατυρικά δράματα στην Αθήνα και που επινοήθηκε στη νήσο Θήρα ή ήταν ανάλογο με την αμφίεση τών Θηραίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θήρα].
Dictionary of Greek. 2013.